Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Φάρμακα, αλκοόλ, υπνηλία απαγορεύουν την οδήγηση

Φάρμακα, αλκοόλ, αλλά και έλλειψη ύπνου, είναι καταστροφικά για την οδήγηση. Αντί για τον προορισμό μας, μας οδηγούν,σίγουρα, σε πρόκληση τροχαίου ατυχήματος. Αυτό υπογραμμίστηκε τo Σάββατο, 28 Μαρτίου 2009, τελευταία ημέρα των εργασιών του 24ου Βορειοελλαδικού Ιατρικού Συνεδρίου, κατά τη διάρκεια συζήτησης σε στρογγυλό τραπέζι, με θέμα «Τροχαία Ατυχήματα». Οι επιστήμονες διερεύνησαν τη συμμετοχή του ρόλου του αλκοόλ, της λήψης φαρμάκων και της υπνηλίας στα τροχαία ατυχήματα.
Η πνευμονολόγος Έφη Βλαχογιάννη, υπεύθυνη εργαστηρίου ύπνου στο Νοσοκομείο Άγιος Παύλος, αναφέρθηκε σε πείραμα, που έγινε σε πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, το οποίο αποδεικνύει ότι η συνύπαρξη χρέους ύπνου (λιγότερου ύπνου από ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) και χρήσης αλκοόλ, μέσα στα επιτρεπτά όρια, αποτελεί κίνδυνο για πρόκληση τροχαίου ατυχήματος.
Στην Ιατρική σχολή του Παν/μιου της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ μελετήθηκαν 20 άτομα (9 άνδρες και 11 γυναίκες), ηλικίας 23 χρόνων. Η μελέτη είχε δυο φάσεις. Στην πρώτη τα άτομα κλήθηκαν να οδηγήσουν σε προσομοιωτή οδήγησης στη μια η ώρα το βράδυ, αφού υποβλήθηκαν σε μερική στέρηση ύπνου το προηγούμενο 24ωρο. Τους επιτράπηκε δηλαδή να κοιμηθούν μόνο 5 ώρες. Η δεύτερη φάση έγινε κάτω ακριβώς από τις ίδιες συνθήκες επιπλέον, όμως, τους χορηγήθηκαν δυο αλκοολούχα ποτά. Τα επίπεδα αλκοόλης στο αίμα, που επιτεύχθηκαν, ήταν μέσα στα επιτρεπτά από το νόμο όρια (περίπου 35 mg/dl). Τόσο κατά την 1η όσο και κατά τη 2η φάση της μελέτης διαπιστώθηκε ότι τα νεαρά αυτά άτομα παρουσίασαν διαταραγμένη επίδοση στον προσομοιωτή. Ο χρόνος τροχοπέδησης, οι αποκλείσεις από το στόχο, οι μεταβολές της ταχύτητας χωρίς λόγο και ο αριθμός των προσκρούσεων ήταν αυξημένος. Ο αριθμός των λαθών κατά την οδήγηση στον προσομοιωτή ήταν πολύ περισσότερο αυξημένος στη δεύτερη φάση του πειράματος. Η διάρκεια του πειράματος ήταν 70 λεπτά. Κάθε 4,5 λεπτά ζητούσαν από τον εξεταζόμενο να εκτιμήσει την κατάστασή του και να προβλέψει την επίδοσή του στην οδήγηση για το επόμενο διάστημα.
Το ενδιαφέρον στη μελέτη αυτή είναι ότι οι γυναίκες μπορούσαν να προβλέψουν τις επιδόσεις τους ακριβέστερα από τους άνδρες κατά την 1η φάση του πειράματος, όταν δηλαδή είχαν μόνο υπνηλία. Κατά τη 2η φάση, όταν βρίσκονταν επιπλέον και υπό την επήρεια του αλκοόλ, κανένα από τα άτομα δεν μπορούσε να εκτιμήσει την κατάστασή του και την ικανότητά του για οδήγηση.
Είναι γνωστό ότι υψηλό κίνδυνο για τροχαία ατυχήματα αντιμετωπίζουν οι νέοι άνδρες που οδηγούν μετά τις 12 το βράδυ. Η αδυναμία να έχουν σαφή αντίληψη της κατάστασης που βρίσκονται τους καθιστά, πιθανόν, ευκολότερα θύματα της κόπωσης και της υπνηλίας συγκριτικά με τις, αντίστοιχης ηλικίας, γυναίκες. .
Η Μαρία Μυρωνίδου-Τζουβελέκη, Αναισθησιολόγος, Αν.Καθηγήτρια Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ., αναφέρθηκε στα Φάρμακα και τα τροχαία ατυχήματα.
Σύγχρονες έρευνες έδειξαν ότι περίπου 20% των φαρμάκων, που κυκλοφορούν στην αγορά μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα οδήγησης. Άλλα δεδομένα δείχνουν ότι 25% των ατυχημάτων οφείλονται, άμεσα ή έμμεσα, στη λήψη φαρμάκων, ενώ 80% των οδηγών που λαμβάνουν φάρμακα δε γνωρίζουν ότι αυτά μπορεί να επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με την ολοένα αυξανόμενη κατανάλωση φαρμάκων από άτομα κάθε ηλικίας δείχνουν τη βαρύτητα του προβλήματος στη σύγχρονη κοινωνία.
Στόχος κάθε φαρμακευτικής αγωγής είναι η θεραπεία από μία συγκεκριμένη πάθηση. Ωστόσο, τα φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν σωματικές διαταραχές (π.χ. διαταραχές του κεντρικού νευρικού συστήματος, του καρδιαγγειακού ή του αναπνευστικού συστήματος), μείωση των λειτουργιών των αισθήσεων (π.χ. αδυναμία προσαρμογής, ευαισθησία στο φως, μείωση του οπτικού πεδίου), διαταραχές της συνείδησης ή ψυχοφυσιολογικές διαταραχές (διαταραχές της αντίληψης, της ικανότητας συγκέντρωσης, του συντονισμού των κινήσεων κλπ.), επιδρώντας με τον τρόπο αυτό στην ικανότητα οδήγησης.
Η επίδραση ορισμένων κατηγοριών φαρμάκων στην οδηγική συμπεριφορά είναι σε όλους γνωστή και, πολλές φορές, αυτονόητη. Έτσι, είναι λογικό ότι ασθενείς που λαμβάνουν υπνωτικά ή ψυχοφάρμακα (αγχολυτικά, διεγερτικά, αντικαταθληπτικά, νευροληπτικά, ανορεξιογόνα) ή αντιισταμινικά (φάρμακα κατά των αλλεργιών) δε θα πρέπει να οδηγούν. Αντίστοιχες συστάσεις ισχύουν και για σκευάσματα κατά της Νόσου Parkinson ή της επιληψίας. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται, ωστόσο, και κατά τη λήψη άλλων, «λιγότερο ύποπτων» φαρμάκων. Πολλές κατηγορίες αναλγητικών, ειδικά σε περιπτώσεις υπέρβασης της συνιστώμενης δοσολογίας ή σε συνδυασμό με κωδεΐνη, μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα οδήγησης με δραματικά αποτελέσματα. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένα αντιυπερτασικά ή αντιδιαβητικά φάρμακα. Τέλος, απαγορεύεται η οδήγηση μετά από την τοπική χορήγηση οφθαλμολογικών φαρμάκων, τα οποία ελαττώνουν την οπτική οξύτητα και την ικανότητα προσαρμογής των οφθαλμών.
«Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλά φάρμακα, που όταν ληφθούν μεμονωμένα δεν επηρεάζουν σημαντικά την ικανότητα οδήγησης είναι δυνατό να έχουν ολέθριες επιδράσεις, όταν συγχορηγηθούν με άλλα σκευάσματα ή αλκοόλ (αλληλεπιδράσεις φαρμάκων)», τόνισε η κυρία Μυρωνίδου και κατέληξε λέγοντας «συνιστάται, ιδιαίτερη υπευθυνότητα τόσο από τους θεράποντες ιατρούς, οι οποίοι οφείλουν να ενημερώνουν τους ασθενείς για τις πιθανές επιδράσεις της χορηγούμενης αγωγής στην ικανότητα οδήγησης, όσο και από τους ίδιους τους οδηγούς/ασθενείς, οι οποίοι θα πρέπει να αποφεύγουν την οδήγηση, όταν λαμβάνουν φάρμακα που μπορούν να επηρεάσουν την οδηγική τους συμπεριφορά. Οι τελευταίοι οφείλουν να τηρούν τη συνιστώμενη από τον ιατρό δοσολογία, να αποφεύγουν την ταυτόχρονη λήψη πολλών φαρμάκων ή το συνδυασμό με αλκοόλ και να συμβουλεύονται πάντα τον ιατρό τους σε περίπτωση αμφιβολίας. Όπως και με το αλκοόλ, έτσι και με τα φάρμακα ισχύει: η επιπολαιότητα σκοτώνει!».