Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Σε ιό οφείλονται οι μυοκαρδίτιδες

Περίπου το 40% των αιφνιδίων θανάτων σε νεαρές ηλικίες κάτω των 35 ετών φαίνεται ότι οφείλονται σε μυοκαρδίτιδα. Η μυοκαρδίτιδα, φλεγμονή του μυοκαρδίου, προκαλείται συνήθως από ιούς, ενώ σπανίως μπορεί να προκληθεί από αλλεργία σε φάρμακα. Οι πιο συχνοί ιοί που ενοχοποιούνται για την πρόκλησή της είναι οι εντεροϊοί, συνήθως ο κοξάκι, οι αδενοϊοί, οι παροβοϊοί τα χλαμύδια και οι ρικέτσιες.
Αυτά υπογράμμισε ο Σταμάτης Αδαμόπουλος, αναπληρωτής διευθυντής του Β΄ καρδιολογικού τμήματος του Ωνάσειου, στο πλαίσιο του συνεδρίου για τις καρδιοπάθειες που έγινε στη Θεσσαλονίκη, του οποίου οι εργασίες έληξαν το Σάββατο.
Όπως υπογράμμισε, από παρατήρηση που έγινε στο Ωνάσειο, προέκυψε ότι πιο συχνά είναι τα χλαμύδια, σε νεαρές κυρίως ηλικίες.
«Η μυοκαρδίτιδα μπορεί να διαλάθει της προσοχής και αργότερα, μετά από μερικούς μήνες, να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια, όμως αν ανατρέξουμε στο ιστορικό του ασθενή διαπιστώνεται ότι προηγήθηκε λοίμωξη ή του γαστρεντερικού ή του αναπνευστικού συστήματος», δήλωσε ο κύριος Αδαμόπουλος.
Να σημειωθεί ότι μπορεί να εκδηλωθεί σαν έμφραγμα του μυοκαρδίου (πόνος στο στήθος, αλλαγές στο καρδιογράφημα και αύξηση των ενζύμων στον ορό του αίματος ), επίσης μπορεί να εκδηλωθεί άμεσα σαν καρδιακή ανεπάρκεια, δηλαδή με δύσπνοια και εύκολη κόπωση, που στις ακραίες μορφές της μπορεί ο ασθενής να χρειαστεί μηχανική υποστήριξη της καρδιάς, μέχρι να αναλάβει πάλι η καρδιά. Σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60% των περιπτώσεων γίνεται πλήρης αποδρομή της νόσου.
«Δεν σημαίνει βέβαια, ότι κάθε λοίμωξη, θα οδηγήσει σε μυοκαρδίτιδα. Το 90% των ασθενών, που έρχονται σε επαφή με τα μικρόβια, που προκαλούν μυοκαρδίτιδα, δεν θα την παρουσιάσει. Για να εκδηλωθεί χρειάζεται και γενετική προδιάθεση , αδιευκρίνιστη επί του παρόντος», συνέχισε ο κύριος Αδαμόπουλος.
Ο ιός μέσω του αίματος μεταφέρεται στο μυοκάρδιο και δημιουργεί νέκρωση των μυοκυττάρων και φλεγμονή του μυοκαρδίου. Η διάγνωση αν εκδηλωθεί σαν έμφραγμα γίνεται με ηλεκτροκαρδιογράφημα και ένζυμα, αν εκδηλωθεί σαν καρδιακή ανεπάρκεια με το υπερηχοκαρδιογράφημα. Και στις δύο περιπτώσεις μεγάλη βοήθεια προσφέρει η MRI (μαγνητική τομογραφία), οποία μπορεί να ανιχνεύσει μυοκαρδίτιδα ακόμα και σε πολύ πρώιμα στάδια.
Όταν η μυοκαρδίτιδα εκδηλώνεται σαν έμφραγμα, συνήθως έχει πλήρη ύφεση, χωρίς να απαιτηθεί ιδιαίτερη φαρμακευτική αγωγή. Όταν εκδηλώνεται σαν καρδιακή ανεπάρκεια οι πιθανότητες είναι μοιρασμένες. Δηλαδή το 50% κάνει σταθερή χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια , το 25% έχει προοδευτική επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας και το υπόλοιπο 25% έχει βελτίωση και πλήρη αποκατάσταση της λειτουργίας της καρδιάς.
«Όταν η καρδιακή ανεπάρκεια παραμένει πολύ, χρήσιμη είναι η βιοψία του μυοκαρδίου (με την μέθοδο PCR), η οποία δίνει πληροφορίες για το είδος του ιού ή των ιών, που προκάλεσαν τη μυοκαρδίτιδα και με την ανοσοϊστοχημεία, που δίνει πληροφορίες για την ύπαρξη ή όχι φλεγμονής. Τα αποτελέσματα της βιοψίας κατευθύνουν στη θεραπεία πέρα από την θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας. Όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη ιού χωρίς φλεγμονή, χορηγούνται αντιιϊκά φάρμακα ευρέως φάσματος και συνήθως ιντερφερόνη.
Όταν υπάρχει φλεγμονή χωρίς την παρουσία ιού γίνεται ανοσοκαταστολή συνήθως με κορτιζόνη ή αζαθειοπρίνη.
Εδώ και 4-5 χρόνια εφαρμόζεται η νέα θεραπεία, η οποία απαιτεί εξειδικευμένα κέντρα μελέτης νεοεμφανιζόμενων περιστατικών μυοκαρδίτιδας και συνδυασμό ειδικοτήτων (καρδιολόγου, παθολογοανατόμου, ανοσολόγου και λοιμωξιολόγου)» κατέληξε ο κύριος Αδαμόπουλος. Σπανίως η βιοψία βοηθάει να βρεθεί λοιμογόνος παράγοντας που έχει ειδική θεραπεία (κυτταρομεγαλοϊός ή χλαμύδια). Στο Ωνάσειο γίνεται σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας μονάδας διερεύνησης μυοκαρδίτιδας και μυοκαρδειοπαθειών.