Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Πρόβλημα υπογονιμότητας αντιμετωπίζει ένα στα έξι ζευγάρια στη χώρα μας

Ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γονιμότητας στην ΕΕ καταγράφεται στην χώρα μας, καθώς οι Ελληνίδες γεννούν, κατά μέσο όρο 1,28 παιδιά, σύμφωνα με τη Eurostat. Επίσης σύμφωνα με στοιχεία, που παρουσίασε πρόσφατα η Ένωση Μαιευτήρων-Γυναικολόγων Ελλάδας, ένα στα έξι ζευγάρια στην Ελλάδα, που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία αντιμετωπίζει σήμερα πρόβλημα υπογονιμότητας. «Όσον αφορά γενικά στα προβλήματα-κινδύνους, που συμβάλλουν στην υπογονιμότητα, κάποια από αυτά εντοπίζονται στη μετάθεση της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας και στην ελάττωση του σπέρματος εξαιτίας περιβαλλοντικών αιτίων, όπως της εμφάνισης στο νερό ενώσεων με οιστρογονικές ιδιότητες από τα βιομηχανικά απόβλητα, που εισχωρούν στον κύκλο της διατροφής», δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, που πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της Πέμπτης 11 Ιουνίου 2009, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Γονιμότητας(15 Ιουνίου), ο καθηγητής ενδοκρινολογίας του ΑΠΘ Ιωάννης Γιόβος.

Ανδρική Υπογονιμότητα
Ο επίκουρος καθηγητής ενδοκρινολογίας αναπαραγωγής (Α’ Μαιευτική – Γυναικολογική Κλινική ΑΠΘ) Δημήτριος Γουλής, αναφέρθηκε στην FISH (fluorescence in situ hybridization), μία σύγχρονη εργαστηριακή προσέγγιση σπερματοζωαρίων.
«H FISH είναι μια κυτταρογενετική τεχνική, που χρησιμοποιείται για να ανιχνεύει και να εντοπίζει την παρουσία ή απουσία συγκεκριμένων χρωμοσωμάτων. Χρησιμοποιεί φθορίζουσες χρωστικές, που ενώνονται με ένα συγκεκριμένο μέρος του χρωμοσώματος. Αν η χρωστική ενωθεί σημαίνει ότι υπάρχει το χρωμόσωμα. Αν δεν ενωθεί ή ενωθεί διπλά, σημαίνει ότι είναι παθολογικό. Η τεχνική χρησιμοποιείται σε υπογόνιμους άνδρες στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Στη συνέχεια αφού γονιμοποιηθεί το ωάριο και πριν εμφυτευθεί επανελέγχεται για να φανεί, αν το γονιμοποιημένο ωάριο είναι παθολογικό ή φυσιολογικό. Με τον έλεγχο αυτό προλαμβάνεται η μετάδοση γενετικών νοσημάτων», δήλωσε ο κύριος Γουλής.
Να σημειωθεί ότι κατά τον προγεννητικό έλεγχο, ελέγχεται ένας μικρός αριθμός σπερματοζωαρίων. Αν ένα σημαντικό ποσοστό είναι παθολογικό, τότε ό άνδρας οδηγείται σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Το φυσιολογικό είναι τα παθολογικά σπερματοζωάρια να είναι κάτω από το 1%.

Γυναικεία Υπογονιμότητα
Ο ενδοκρινολόγος επιμελητής Β΄ (Δ΄ Μαιευτική - Γυναικολογική Κλινική ΑΠΘ) Ανάργυρος Κούρτης, αναφέρθηκε στην γυναικεία υπογονιμότητα η συχνότητα της οποίας μπορεί να ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή και από πληθυσμό σε πληθυσμό. «Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει ειδικό προφίλ του υπογόνιμου ζευγαριού. Η υπογονιμότητα είναι πολυσύνθετη και ρευστή κατάσταση: το ίδιο άτομο, ή ζευγάρι, μπορεί να διανύσει μεγάλες χρονικές περιόδους στις οποίες αδυνατεί να συλλάβει και η αδυναμία αυτή μπορεί να επέλθει, ή να λήξει, χωρίς προειδοποίηση. Τις περισσότερες φορές η υπογονιμότητα δεν έχει ειδικά συμπτώματα κι έτσι δεν την αντιλαμβανόμαστε», δήλωσε ο κύριος Κούρτης.
Τα αίτια της γυναικείας υπογονιμότητας είναι τα εξής: α) διαταραχές στην ωοθυλακιορρηξία, που ευθύνονται για το 10 έως 25% των περιπτώσεων υπογονιμότητας, β) οι παθήσεις των σαλπίγγων για το 20 έως 40%, γ) οι βλάβες του τραχήλου της μήτρας για το 10 έως 15%, δ) οι παθήσεις της μήτρας για το 1 έως 5%, και ε) ανοσολογικοί παράγοντες για το 5%. Πρέπει να σημειωθεί ότι και με τις σύγχρονες διαγνωστικές τεχνικές δεν είναι δυνατόν να βρεθεί η αιτία της υπογονιμότητας σε ποσοστό 10 έως 15% των υπογόνιμων ζευγαριών.
Η μέση φυσιολογική πιθανότητα επιτυχίας κυήσεως από ένα γόνιμο ζευγάρι με κανονική σεξουαλική ζωή δεν υπερβαίνει το 20% ανά έμμηνο κύκλο. Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο όταν η ηλικία της γυναίκας είναι μικρή (κάτω των 25 ετών), παραμένει περίπου σταθερό μέχρι την ηλικία των 30 και μειώνεται προοδευτικά μέχρι την ηλικία των 40 ετών. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, το ποσοστό φυσιολογικής σύλληψης είναι πολύ μικρό, της τάξεως του 5% το πολύ. Περίπου το 50% των φυσιολογικών γόνιμων ζευγαριών επιτυγχάνει κύηση κατά το πρώτο έτος προσπαθειών και 20-35% των ζευγαριών αυτών επιτυγχάνει κύηση κατά το δεύτερο έτος προσπαθειών. Το υπόλοιπο 15% αντιστοιχεί στα «υπογόνιμα» ζευγάρια.
Όμως πρόσφατες μελέτες έδειξαν πως, και η γονιμότητα των αντρών ελαττώνεται όσο μεγαλώνουν σε ηλικία, αν και με λιγότερο ίσως δραματικό τρόπο, συγκριτικά με τις γυναίκες. Στις ηλικίες 20 με 29 χρονών, 8% των παντρεμένων γυναικών δεν είναι γόνιμες, 15% των γυναικών στις ηλικίες 30 με 34 ετών, 22% των γυναικών στις ηλικίες 35 με 39 ετών και 29 % των γυναικών στις ηλικίες 40 με 44 ετών.
Όταν ένα ζευγάρι δεν καταφέρει να συλλάβει μετά από ένα έτος συστηματικών (1-2 φορές την εβδομάδα) και απροστάτευτων επαφών (χωρίς αντισύλληψη ή χρήση προφυλακτικού), θεωρείται υπογόνιμο, σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ.
«Τα διαγνωστικά βήματα που πρέπει να ακολουθήσει ο γιατρός στον έλεγχο της γυναίκας, ύστερα από το λεπτομερές ιστορικό και την προσεκτική κλινική εξέταση, καθώς και ύστερα από τον έλεγχο του σπέρματος του συζύγου είναι: α) έλεγχος της ωοθυλακιορρηξίας, β) εκτίμηση της τραχηλικής βλέννας και δοκιμασία ύστερα από σεξουαλική επαφή, γ) ακτινολογική εξέταση της μήτρας και των σαλπίγγων (υστεροσαλπιγγογραφία), και δ) λαπαροσκόπηση.
Εφόσον όλες αυτές οι δοκιμασίες βρεθούν φυσιολογικές πρέπει να γίνουν και άλλες εργαστηριακές εξετάσεις, για την αναζήτηση σπανιότερων αιτίων υπογονιμότητας. Τέτοιες εξετάσεις είναι οι ανοσολογικές δοκιμασίες, οι καλλιέργειες της τραχηλικής βλέννας και η βιοψία του ενδομητρίου. Πρέπει να τονισθεί ότι σε περίπτωση, που παρά το σχολαστικό εργαστηριακό έλεγχο δεν βρεθεί η αιτία του προβλήματος, συνιστάται στο ζευγάρι επανάληψη του εργαστηριακού ελέγχου ύστερα από ένα χρόνο. Οι περιπτώσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως ανεξήγητη υπογονιμότητα», κατέληξε ο κύριος Κούρτης.